- γαληνός
- (Πέργαμος 129 – Ρώμη ή Πέργαμος 201 μ.Χ.). Έλληνας γιατρός, φυσιολόγος και συγγραφέας. Περίφημος γιατρός της αρχαιότητας, θεωρήθηκε δεύτερος μετά τον μέγα Ιπποκράτη. Έμεινε για πολλά χρόνια στη Ρώμη, όπου ήταν χειρουργός των μονομάχων και αργότερα γιατρός στην αυλή των αυτοκρατόρων. Εκτός από την παθολογία και τη χειρουργική, η δραστηριότητά του περιστράφηκε σε έρευνες ανατομικής, φυσιολογίας, φαρμακολογίας και συγχρόνως στη φιλοσοφία. Κατόρθωσε να συγκεντρώσει και να αφομοιώσει το σύνολο των ιατρικών γνώσεων της εποχής του και να τις οργανώσει με βάση πρωτότυπες θεωρίες. Η φήμη του Γ. συνδέθηκε κυρίως με τη μέθοδο έρευνας που ακολουθούσε κριτική ανάλυση του φαινομένου που παρουσιαζόταν ή επιφερόταν τεχνητά, μέθοδος που μπορεί να χαρακτηριστεί πειραματική. Για τον Γ. μια τέτοια ανάλυση ήταν απαραίτητη για τη διερεύνηση και τη θεραπεία της νόσου. Δεν παραδεχόταν τη θεραπευτική δύναμη που απέδιδε ο Ιπποκράτης στη φύση. Κατά τον Γ., ο γιατρός πρέπει να μελετά τα διάφορα συμπτώματα της νόσου και να τα αντιμετωπίζει απευθείας ως εκδηλώσεις της αλλοίωσης των οργάνων που έχουν προσβληθεί από την ασθένεια.
Οι φιλοσοφικές ιδέες του Γ., από την άλλη πλευρά, συμφωνούσαν με τη χριστιανική αντίληψη που ακριβώς τότε είχε αρχίσει να επικρατεί, με αποτέλεσμα να αναγνωριστεί από τις εκκλησιαστικές αρχές το επιστημονικό του έργο. Αυτή η αναγνώριση, μαζί με την πραγματική αξία των έργων του Γ. (από το σύνολο των 400 κειμένων του, περίπου τα 100 διασώθηκαν), είχε αποτέλεσμα να διαδοθούν ταχύτατα και να γίνουν αποδεκτές οι απόψεις του έως την εποχή που δέχτηκαν την κριτική από την Αναγέννηση.
Ο περίφημος γιατρός της αρχαιότητας Γαληνός, σε μικρογραφία που κοσμεί μετάφραση έργων του στα αραβικά.
* * *και αγαληνός, -ή, -ό (AM γαληνός, -ή, -όν, Α και γαληνός, -όν)1. γαλήνιος, ατάραχος («γαληνή θάλασσα», «ὅρμος γαληνός», Προδρ.«γαλήν' ὁρῶ», Ευρ.)2. ήπιος, ευγενικός (α. «ἧθος σεμνὸν καὶ γαληνόν» β. «γαληνά προσφθέγματα», Ευρ.)μσν.- νεοελλ.Ι. σιγανός, ήσυχος («το ψαλτήρι σου ύμνο γαληνό τό κάνεις»)II. (ο υπερθ.)1. γαληνότατοςπροσηγορία βασιλέων και ηγεμόνων2. «η Γαληνοτάτη Δημοκρατία» — το κράτος τών Βενετώναρχ.-μσν.το ουδ. ως ουσ. τὸ γαληνόνη γαλήνηνεοελλ.επίρρ. γαληνά1. ήρεμα, αργά2. σιγανά, ψιθυριστά3. μαλακά, τρυφερά.[ΕΤΥΜΟΛ. γαληνός < γαλήνη, σχηματισμός κατά τα επίθετα σε -ηνός. Κατ' άλλους γαληνός < *γαλασνο-].
Dictionary of Greek. 2013.